πυλώματα

πυλώματα
τα
κολικοί πόνοι σε αρρώστιες των εντέρων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πυλώματα — πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυλώμαθ' — πυλώματα , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc pl πυλώματι , πύλωμα gateway neut dat sg πυλώματε , πύλωμα gateway neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύλωμα — το, ΝΑ νεοελλ. στον πληθ. τα πυλώματα ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν αρχ. η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”